- σκιτζής
- ο прям. , перен. сапожник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκιτζής — σκιτζής, ο και σκιντζής, ο (λ. τουρκ.), αδέξιος τεχνίτης, μπαλωματής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιτζής — και σκιντζής, ο, Ν 1. αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια, μπαλωματής 2. μτφ. α) αδαής, αδέξιος επαγγελματίας β) άνθρωπος πεπαλαιωμένων μεθόδων και αντιλήψεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskici «παλαιοπώλης, μπαλωματής»] … Dictionary of Greek
καβάφης — ο 1. πωλητής ή κατασκευαστής υποδημάτων δεύτερης ποιότητας, παπουτσής δεύτερης τάξης, τσαρουχάς 2. μτφ. όχι τέλειος άνθρωπος 3. φρ. «καβάφης τής τέχνης» κακός τεχνίτης, βαναυσουργός, σκιτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavaf «παπουτσής»] … Dictionary of Greek
ξυλοσχίστης — και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης) αυτός που σχίζει ξύλα νεοελλ. μτφ. 1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής 2. αμαθής, αγράμματος … Dictionary of Greek
σκιντζής — ο, Ν βλ. σκιτζής … Dictionary of Greek
σκιτζίδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιτζή 2. άτεχνος, κακοφτειαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιτζής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. κολπατζ ίδικος)] … Dictionary of Greek
ψευδοτζαγγάρης — ὁ, Μ άτομο που κατασκευάζει ή επισκευάζει υποδήματα χωρίς να ξέρει την τέχνη, σκιτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + τζαγγάρης] … Dictionary of Greek